- ετοιμοπαράδοτος
- -η, -ο1. έτοιμος για παράδοση: Ετοιμοπαράδοτο αυτοκίνητο.2. ο τελειωμένος, ο αποπερατωμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ετοιμοπαράδοτος — η, ο (για οικοδομές, εμπορεύματα κ.λπ.) ο έτοιμος προς παράδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + παραδοτός, πρβλ. α παράδοτος] … Dictionary of Greek
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek